- φωτοχαρακτική
- η фотомеханическая репродукция
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φωτοχαρακτική — η μέθοδος για τη χάραξη, με διαβρωτικά μέσα, του φωτογραφικού αντιτύπου που αποτυπώθηκε σε μεταλλική πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτογκραβύρ — και φωτογκραβούρ, η, Ν άκλ. η φωτοχαρακτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. photogravure < photo (< φωτ[ο] *) + gravure «χαρακτική, χαλκογραφία, λιθογραφία»] … Dictionary of Greek
φωτομηχανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που συνδυάζει ιδιότητες αναφερόμενες στο φως και στη μηχανική («φωτομηχανική διεργασία») 2. φρ. «φωτομηχανική αναπαραγωγή» (τυπογρ.) το σύνολο τών μεθόδων και διεργασιών τυπογραφικής αναπαραγωγής κατά τις οποίες χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
φωτοχαρακτικός — ή, ό, Ν (κυρίως το θηλ. ως ουσ.) η φωτοχαρακτική (γραφ. τεχν.) περιληπτική ονομασία μεθόδων παραγωγής εκτυπωτικών πλακών με φωτογραφικά μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο) * + χαρακτικός. Το επίθ. φωτοχαρακτικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek